Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Never Have I ever

 

Καινούργια κατηγορία έρχεται στη Μαγεία της Βιβλιοθήκης! Αυτή η ανάρτηση είναι βιβλιοφιλικό παιχνίδι. Απαντάω σε ερωτήσεις που με τη σειρά μου βρήκα στο μπλογκ της Αλίκης στη χώρα των βιβλίων. Το παιχνίδι έχει τους εξής κανόνες:

  •       Απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις.
  •       Απάντησε ειλικρινά.
  •      Τάγκαρε το μπλογκ από το οποίο το πήρες  (δηλαδή συμπεριέλαβε το  στην ανάρτηση που θα κάνεις)
  •       Στείλε στο μπλογκ από όπου το πήρες την ανάρτησή σου.

Τελειώνοντας με τους κανόνες, αρχίζουμε τις ερωτήσεις:

Ποτέ μου δεν διάβασα ανακατεμένα τα βιβλία μιας σειράς

 Ως κανόνα, δεν το κάνω. Θεωρώ ότι δεν θα καταλάβω πολλά, επειδή κανονικά, η εξέλιξη των ηρώων και η πλοκή πρέπει να προχωράει ομαλά από το ένα βιβλίο μιας σειράς στο επόμενο. Επίσης, πιστεύω ότι θα υπάρχουν αποκαλύψεις της υπόθεσης όσον αφορά προηγούμενο βιβλίο, οπότε η αγωνία που θα υπήρχε αν ο αναγνώστης ακολουθούσε τη σωστή σειρά μειώνεται.

Όμως, το έχω κάνει νομίζω, όχι διαβάζοντας προσεκτικά και κανονικά, αλλά ξεφυλλίζοντας στο βιβλιοπωλείο. Η σειρά που έπεσε θύμα ανακατεμένου ξεφυλλίσματος ήταν το «Τραγούδι της φωτιάς και του πάγου» του George R. R. Martin. Ξεφύλλισα με τυχαία σειρά το πρώτο («Παιχνίδι του Στέμματος»), το τρίτο («Θύελλα από ατσάλι») και το πέμπτο («Ο χορός των δράκων»). Είχα ξεκινήσει το ξεφύλλισμα του τρίτου, για να το συγκρίνω με τη σειρά, την οποία είχα επίσης ξεκινήσει από την τρίτη σεζόν, μετά το πρώτο και τελευταίο το πέμπτο.

Όλα αυτά που λέω βέβαια ισχύουν για τις σειρές φαντασίας ή μυθιστορημάτων. Υπάρχουν και άλλες σειρές, των οποίων τα βιβλία είναι σχεδόν αυτοτελή. Αυτό συμβαίνει συνήθως με τις αστυνομικές σειρές. Σε αυτές δεν έχω τον παραμικρό δισταγμό να τις διαβάσω ανακατεμένα. Ένα παράδειγμα είναι οι περιπέτειες της Camilla Lackberg με τον Επιθεωρητή Πάτρικ και την γυναίκα του την Έρικα. Ξεκίνησα τη σειρά από το δέκατο μυθιστόρημα, μετά διάβασα την πρώτη τους υπόθεση,  ακολούθησε, τελείως τυχαία η δεύτερη και η τελευταία που διάβασα ήταν η ένατη περιπέτεια. Οι υποθέσεις όμως είναι τελείως αυτοτελείς, με σύνδεση των ιστοριών μέσω των οικογενειακών υποθέσεων των ερευνητών (γνωρίζονται κι ερωτεύονται, γίνεται ο γάμος, κάνουν παιδιά). Αυτά τα θεωρώ άσχετα με την κύρια υπόθεση, οπότε δεν δίνω καθόλου σημασία στο ότι στο προηγούμενο βιβλίο που διάβασα το ζευγάρι είχε παιδιά, ενώ στο επόμενο βρίσκονταν ακόμη στην περίοδο των ερωτοτροπιών για παράδειγμα.

 

Ποτέ μου δεν διάβασα ένα βιβλίο που ήξερα πώς θα μισήσω

Δεν θυμάμαι να έχω  διαβάσει ποτέ κάποιο βιβλίο που ήξερα πώς θα μισήσω. Έχει τύχει φυσικά να διαβάσω βιβλία τα οποία δεν μου άρεσαν, αλλά δεν το ήξερα από πριν. Προφανώς, επιλέγω βιβλία που μου κινούν το ενδιαφέρον με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Τελικά, στα βιβλία είμαι «ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει»!

Το πιο κοντινό που έφτασα σε διάβασμα ενός βιβλίου που ήξερα πώς θα μισήσω είναι όταν διάβασα τον πρώτο τόμο της σειράς «Λυκόφως» της Stephanie Meyer.  Είναι ένα βιβλίο που δεν ταιριάζει καθόλου στα γούστα μου και διαβαζόταν για ένα διάστημα επειδή ήταν της μόδας. Ένιωθα περιέργεια όμως για αυτό, καθώς είχα διαβάσει τόσο ενθουσιώδη όσο και εξαιρετικά αποδοκιμαστικά σχόλια, οπότε όταν το βρήκα σε σπίτι συγγενών του έκανα μια ανάγνωση, όταν πια είχε περάσει για τα καλά η μόδα του. Εντέλει επαληθεύτηκε η πρόβλεψη ότι δεν θα μου άρεσε, το βρήκα βαρετό, αν και δεν με δυσκόλεψε στο διάβασμα. Πάντως, δεν θα διάβαζα ποτέ τις συνέχειες.

 

 

Ποτέ μου δεν έγραψα fanfiction για αγαπημένο μου βιβλίο

Κι όμως, έχω γράψει ιστορίες εμπνευσμένες από τα αγαπημένα μου βιβλία, αν και δεν έχω επαφή με την κουλτούρα του fanfiction αυτή καθαυτή! Η πρώτη περίπτωση είναι όταν έγραψα μια ιστοριούλα στο σύμπαν του Χάρι Πότερ, η οποία διαδραματίζεται στο Χόγκουαρτς και όπου εμφανίζεται η παρέα των Χάρι, Ρον και Ερμιόνης. Την έγραψα με αφορμή έναν διαγωνισμό από παιδική εφημερίδα, αλλά δεν την έστειλα ποτέ, γιατί την έγραψα  μετά την εποχή όπου γινόταν ο διαγωνισμός. Η δεύτερη περίπτωση είναι όταν έγραψα μια συνέχεια για το μυθιστόρημα «Το φιλί της γυναίκας-αράχνης» του Manuel Puig, καθώς ήθελα να διερευνήσω περισσότερο τα συναισθήματα και τις σκέψεις του ενός από τους δύο πρωταγωνιστές, του Μολίνα, μέχρι την τελική πραγματοποίηση της ηρωικής του πράξης. Αυτό το βιβλίο με είχε συγκινήσει πολύ, καθώς είμαι και του μελοδράματος.

Είχα γράψει επίσης μια ιστορία για μια κοπέλα που μεταμφιέστηκε σε αγόρι για να ακολουθήσει την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εμπνεόμενη από ένα μυθιστόρημα που είχα διαβάσει όπου συμβαίνει ακριβώς αυτό.

Τέλος, εμπνευσμένη από ένα αγαπημένο βιβλίο, την «Ιστορία χωρίς Τέλος» του Μίχαελ Έντε, είχα φτιάξει μια ιστορία με παρόμοια μοτίβα αλλά δικούς μου ήρωες.

 

Ποτέ μου δεν μεταμφιέστηκα σε ήρωα/ηρωίδα από αγαπημένο μου βιβλίο

Πραγματικά ποτέ δεν σκέφτηκα να μεταμφιεστώ σε κάποια ηρωίδα από αγαπημένο μου βιβλίο, ούτε ως μικρή ούτε μεγαλύτερη, ούτε στις Απόκριες ούτε στο Χαλόουιν, παρόλο που μου αρέσουν πολύ οι μεταμφιέσεις. Έτσι κι αλλιώς, μόνο από βιβλία φαντασίας ή εποχής είναι ωραία μεταμφίεση και φανταστική λογοτεχνία δεν διάβαζα μικρότερη ενώ τα φορέματα από λογοτεχνία εποχής είναι ωραία αλλά δύσκολα.

Διάβασα όμως μια πολύ ωραία εκδοχή βιβλιοφιλικής μεταμφίεσης, από το μπλογκ της Αλίκης στη χώρα των βιβλίων, στα πλαίσια του ίδιου παιχνιδιού. Αυτή η μεταμφίεση είναι: μαθήτρια του Χόγκουαρτς και είναι πολύ απλό να γίνει αυτοσχέδια και να δημιουργηθούν παραλλαγές.

 

Ποτέ μου δεν μίσησα βιβλίο αγαπημένου συγγραφέα

Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι κάτι. Αν και σε δύο περιπτώσεις δεν έχω καταφέρει να διαβάσω βιβλία συγγραφέων που κατά τα άλλα μου αρέσουν. Η πρώτη περίπτωση είναι η εμπειρία μου με τον «Ηλίθιο», του Ντοστογιέφσκι. Πριν από πολλά χρόνια, είχα διαβάσει το «Έγκλημα και Τιμωρία» και τους «αδερφούς Καραμαζόφ», τα οποία μου άρεσαν πολύ,  και προσπάθησα να διαβάσω και το παραπάνω βιβλίο. Δεν τα κατάφερα όμως να το τελειώσω, περίπου από τη μέση και μετά δεν καταλάβαινα τίποτε. Το ξαναπροσπάθησα πρόσφατα σχετικά, με το ίδιο αποτέλεσμα. Αλλά αυτό δεν το θεωρώ μίσος, απλώς δεν κατάφερα να το διαβάσω.

Κάτι παρόμοιο έπαθα με την αυτοβιογραφία του Ταχτσή, το «Φοβερό Βήμα». Είχα διαβάσει το «Τρίτο Στεφάνι» και «Τα Ρέστα», το οποίο είναι ένα βιβλίο με διηγήματα, του ίδιου συγγραφέα. Αυτά τα βιβλία μου είχαν αρέσει πολύ.  Κάποια στιγμή, βρήκα στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου το «Φοβερό Βήμα» και θέλησα να το διαβάσω, διότι είχα διαβάσει για αυτοβιογραφικά στοιχεία στο «Τρίτο Στεφάνι» και ήθελα να  ανακαλύψω περισσότερα επί του θέματος μέσω της αυτοβιογραφίας του συγγραφέα. Όσο διηγιόταν την παιδική του ηλικία, ήταν πολύ καλό. Μετά όμως έγινε πολύ ωμό για τις αντοχές μου και δεν μπόρεσα να το συνεχίσω.

 

Ποτέ δεν διάβασα το τέλος ενός βιβλίου πριν διαβάσω καν την αρχή

Όχι ακριβώς πριν διαβάσω καν την αρχή, αλλά αρκετά συχνά, ενώ διαβάζω το βιβλίο, πάω και διαβάζω τις τελευταίες φράσεις. Όπως καταλαβαίνει κανείς, δεν είμαι διόλου μανιακή με τα σπόιλερ.

 

 

 

Ποτέ μου δεν «πήδηξα» πολλές σελίδες  ενός βιβλίου

Γενικά, δεν προσπερνάω κομμάτια, θα μπορούσα να πω. Υπάρχουν όμως κι εξαιρέσεις. Στους «Άθλιους» του Βίκτωρα Ουγκό μερικές φορές προσπερνούσα το κομμάτι για τη μάχη του Βατερλό όπως και στη βιογραφία του Άλαν Τιούρινγκ από τον Andrew Hodges συνήθως παραλείπω τα υπερβολικά τεχνικά κομμάτια.

 

Ποτέ μου δεν είπα ψέματα πώς έχω διαβάσει κάποιο βιβλίο

Πράγματι, ποτέ δεν έχω κάνει κάτι τέτοιο. Το θεωρώ κάπως αχρείαστο. Γιατί να το κάνει κάποιος αυτό; Για να επιδειχθεί;

 

Ποτέ δεν είδα πρώτα την ταινία/σειρά

Γενικά, αν ξέρω ότι μια ταινία/σειρά βασίζεται σε βιβλίο και θέλω να διαβάσω το βιβλίο αποφεύγω να δω την ταινία/σειρά. Όμως, δεν λειτουργεί πάντα έτσι: για παράδειγμα, όταν ήμουν μικρή είχα δει την ταινία «Φαρενάϊτ 451», του Φρανσουά Τρυφώ και μετά από χρόνια διάβασα και το βιβλίο. Ακόμη, είδα πρώτα αρκετά επεισόδια της σειράς «Game of thrones» και μετά ενδιαφέρθηκα για τα βιβλία.

 

 

Ποτέ μου δεν είχα βιβλιοαγόρι (bookboyfriend)

Νομίζω πώς πράγματι δεν είχα ποτέ. Λάτρεψα πολλούς άντρες ήρωες βιβλίων αλλά όχι σε τέτοια φάση, που την θεωρώ πιο ταιριαστή με τραγουδιστές. Ακόμη και σε ρομαντικές ιστορίες (τις οποίες δεν προτιμώ, εκτός κι αν είναι κλασσική λογοτεχνία) θεωρώ άκυρη μια τέτοια συμπεριφορά ως αναγνώστρια, διότι διαβάζουμε μια ιστορία όπου πρωταγωνιστεί άλλη κοπέλα, οπότε με το ζευγάρι και τον έρωτά τους ενθουσιαζόμαστε και συγκινούμαστε.

 

Ποτέ μου δεν αγόρασα όλη τη σειρά πριν την αρχίσω

Αυτό δεν το έχω κάνει ποτέ, όντως. Δεν μ’ αρέσει να δεσμεύομαι, ούτε και ξέρω αν θα μ’ αρέσει τελικά η σειρά ώστε να τη συνεχίσω. Εξάλλου, είναι και το οικονομικό στη μέση, οπότε συνήθως «σπάω» τις παραγγελίες.

 

Ποτέ μου δεν συνέχισα μια σειρά που δεν μου αρέσει

Δεν πιέστηκα ποτέ να συνεχίσω μια σειρά που δεν μου αρέσει. Γιατί να το κάνω εξάλλου; Εδώ ισχύει: τόσα πολλά βιβλία τόσο λίγος χρόνος. Αν οι αναγνώστες πιεζόμαστε να τελειώσουμε σειρές που δεν είναι στα γούστα μας,  έχουμε ακόμη λιγότερο χρόνο να διαβάσουμε αυτά που πραγματικά θέλουμε.

 

Ποτέ μου δεν διάλεξα ένα βιβλίο επειδή είχε ωραίο εξώφυλλο

Το εξώφυλλο ποτέ δεν αποτελεί λόγο επιλογής ενός βιβλίο. Επιλέγω με βάση την περίληψη, τον συγγραφέα και σχόλια από άλλους.

Είναι ένα μπόνους αγάπης φυσικά αν το βιβλίο έχει και ωραίο εξώφυλλο.

 

Ποτέ μου δεν απέφυγα να σχολιάσω ένα βιβλίο για να μην το δει ο συγγραφέας

Δεν έχω βρεθεί ακόμη σε παρόμοια κατάσταση, αλλά ναι, αν είναι πιθανό να το δει ο συγγραφέας λογικά θα αποφύγω να σχολιάσω ένα βιβλίο αν δεν μ’ άρεσε. Αν μ’ άρεσε γενικά, αλλά θέλω να σχολιάσω κάποια σημεία στα οποία έχω την οποιαδήποτε αντίρρηση, θα το κάνω. Μάλιστα το έχω ήδη κάνει, σε σχόλιο σε φόρουμ. Μια άλλη εκδοχή με την οποία έχω πρόβλημα είναι πώς θα σχολιάσω στο μπλογκ βιβλίο που ήταν δώρο. Εκεί είναι πιο πιθανό να το δει ο δωρητής και δεν θα ήθελα να πω κάτι κακό και να με παρεξηγήσει.

 

Αυτές ήταν οι ερωτήσεις, τις οποίες απάντησα ειλικρινά. Οι κανόνες λένε ότι κάθε συμμετέχων πρέπει να προσθέσει τη δικιά του ερώτηση, οπότε οι  δεκατέσσερις (14) ως τώρα ερωτήσεις γίνονται δεκαπέντε (15). Ορίστε λοιπόν και η δικιά μου, δέκατη πέμπτη ερώτηση:

 

Ποτέ μου δεν διάβασα ξενόγλωσση λογοτεχνία σε μετάφραση

Γενικά, ενώ φυσικά διαβάζω ξενόγλωσση λογοτεχνία μεταφρασμένη, προσπαθώ όσο μπορώ να αγοράζω ξενόγλωσσα βιβλία στην αρχική τους γλώσσα. Φυσικά, αυτό αφορά λογοτεχνία που είναι γραμμένη σε γλώσσες που γνωρίζω, δηλαδή αγγλικά και γαλλικά. Προτιμώ να αγοράζω λογοτεχνία φαντασίας στα αγγλικά, όποτε αυτό είναι δυνατόν, καθώς στα ελληνικά μεταφράζονται μόνο οι πιο γνωστές σειρές ή και βιβλία φαντασίας συνεπώς δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία. Επιπροσθέτως, ακόμη κι όταν μεταφράζονται σειρές είναι πιθανόν να μην μεταφραστούν όλα τα βιβλία της σειράς, βιβλία που στο εξωτερικό έχουν εκδοθεί σε έναν τόμο οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι συχνά τα σπάνε σε δύο, και άλλα παρόμοια προβλήματα της εντόπιας αγοράς βιβλίου. Όσον αφορά την κλασσική λογοτεχνία, συχνά οι εκδόσεις που υπάρχουν στην ελληνική αγορά είναι παιδικές, συντομευμένες εκδοχές. Υπάρχουν και πιο πρακτικοί, οικονομικοί λόγοι για την επιλογή ξενόγλωσσης αμετάφραστης λογοτεχνίας.  Και προφανώς στην μετάφραση όλο και κάτι χάνεται.

Στα γαλλικά δεν είμαι ακόμη τόσο προοδευμένη, αλλά έχω διαβάσει μικρό Νικόλα και Αστερίξ, τα οποία τα έχω ήδη διαβάσει όλα στα ελληνικά, οπότε είναι εύκολο να τα καταλάβω. Πολλές φορές στα αρχικά γαλλόφωνα Αστερίξ υπάρχουν καλαμπούρια τα οποία στην ελληνική μετάφραση χάνονται, οπότε δεν είναι βαρετό να τα ξαναδιαβάζω.

Θεωρώ ότι είναι πολύ ωραίο να γνωρίζει κανείς γλώσσες ώστε να μπορεί να διαβάζει ξένη λογοτεχνία στη γλώσσα που αυτή γράφηκε.

Κατανοώ ότι χρειάζεται να υποστηρίζουμε τους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους για να συνεχίσουν να εκδίδουν όλων των ειδών λογοτεχνία, αλλά  υπάρχουν κάποια προβλήματα στην ελληνική αγορά ξενόγλωσσων βιβλίων που κάνουν πιο ευχάριστη την αγορά ξενόγλωσσης λογοτεχνίας στην αρχική τους γλώσσα.

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

Caitlín R. Kiernan-The Red Tree


Description:

Sarah Crowe left Atlanta- and the remnants of a tumultuous relationship-  to live in an old house in rural Rhode Island. Within its walls she discovers an unfinished manuscript written by the house’s former tenant- an anthropologist obsessed with the ancient oak growing on a desolate corner of the property.

Tied to local legends of supernatural magic, as well as documented accidents and murders, the gnarled tree takes root in Sarah’s imagination, prompting her to write her own account of its unsavory history.
And as the oak continues to possess her dreams and nearly all her waking thoughts, Sarah risks her health and her sanity to unearth a revelation planted centuries ago…

(From the back cover)

 

Προσωπική άποψη:

(Καθώς το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στα αγγλικά, εκτός από τον ελληνικό, ακολουθεί και αγγλικός σχολιασμός.)

Αυτό είναι  ένα μυθιστόρημα υπερφυσικού και ταυτόχρονα ψυχολογικού τρόμου. Το υπερφυσικό στοιχείο της υπόθεσης βασίζεται στο τοπίο (σαν δαιμόνιο του τόπου ή αλλιώς genius loci, όπως είναι γνωστό στα λατινικά). Στην ουσία, το υπερφυσικό στοιχείο απεικονίζει το δέος απέναντι στη φύση, στοιχείο που οι περισσότεροι άνθρωποι το έχουν νιώσει κάποια στιγμή, οπότε αυτό διευκολύνει την  ταύτιση του αναγνώστη. Το ψυχολογικό τμήμα του έργου αφορά τα προβλήματα και τα κόμπλεξ της πρωταγωνίστριας, δηλαδή τάσεις αυτοκαταστροφής, αυτοϋποτίμηση, επιθυμία απελευθέρωσης, εύρεση της αληθινής αγάπης, επίδραση τοξικών σχέσεων του παρελθόντος και τραυματικών εμπειριών.

Το μυθιστόρημα έχει μάλλον πολύπλοκή δομή. Υπάρχουν τρία επίπεδα αφήγησης. Αρχικά, ο αναγνώστης εισάγεται στην πλοκή μέσω της αφήγησης της υποτιθέμενης εκδότριας του χειρογράφου στο οποίο κατέγραψε τις εμπειρίες της η πρωταγωνίστρια. Το κύριο σώμα  και δεύτερο επίπεδο της αφήγησης αποτελείται από το εν λόγω ημερολόγιο της πρωταγωνίστριας και αφηγήτριας. Τέλος, το τρίτο στρώμα αφήγησης, ενσωματωμένο στην εν λόγω καταγραφή, συνίσταται από αποσπάσματα μιας μελέτης γραμμένης από τον λαογράφο προηγούμενο ένοικο. Εκτός απ’ αυτά, περιέχονται στην πλοκή κι ένα διήγημα, το οποίο αφορά τα ίδια θέματα που ταλανίζουν την πρωταγωνίστρια και ένα απόσπασμα διηγήματος ως επίλογος.
Η συγγραφέας χρησιμοποιεί το μοτίβο του αναξιόπιστου αφηγητή και το αναλύει κιόλας, μέσω της επίσης συγγραφέως αφηγήτριάς της. Υποθέτω ότι το κλειδί για την κατανόηση των περιγραφόμενων είναι το τμήμα διηγήματος που χρησιμοποιείται ως επίλογος. Αυτό το απόσπασμα μιλάει κυρίως για τη μαγεία της αφήγησης, ακόμη κι όταν αυτή αφορά σκοτεινά και αρνητικά θέματα. Ειδικότερα, θίγει το θέμα της σημασίας, κι ίσως και των συνεπειών, της μορφοποίησης των αρνητικών συναισθημάτων και των τραυματικών εμπειριών μέσω της λογοτεχνικής καταγραφής τους. Τα ίδια θέματα κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο, δηλαδή της γραφής σαν κάτι εθιστικό, σαν αρρώστια και σωτηρία ταυτόχρονα.
Η γλώσσα είναι κοφτή και σύγχρονη, με αρκετές λέξεις και εκφράσεις της αμερικάνικης αργκό. Αυτές οι διαλεκτικές φράσεις όμως νομίζω ότι δεν δυσκολεύουν ιδιαίτερα την κατανόηση κάποιον γνώστη της αγγλικής, καθώς βοηθούν τα συμφραζόμενα.
Στο μυθιστόρημα υπάρχουν  πλήθος αναφορών σε λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα, μουσική, ζωγραφική και φωτογραφία. Οι λογοτεχνικές αναφορές ποικίλλουν από παιδική λογοτεχνία μέχρι μοντερνισμό και από λογοτεχνία τρόμου και φαντασίας ως κλασσική λογοτεχνία και θέατρο. Αναφορές υπάρχουν και σε έργα που δεν είναι μυθοπλασία, αλλά αφορούν παραψυχολογία/παράξενα φαινόμενα και λαογραφία. Οι αναφορές πάντως δεν περιλαμβάνουν μόνο πραγματικά βιβλία αλλά και ένα-δύο φανταστικά, κρυμμένα ανάμεσα στα πραγματικά. Σημαντικές είναι και οι αναφορές στα πιο σκοτεινά επεισόδια της ελληνικής μυθολογίας. Τέλος, συναντώνται και αναφορές σε παιδικά τραγούδια και παιχνίδια, παιδικό φολκλόρ, όπως λέγεται.
Λόγω της χρήσης του μοτίβου του αναξιόπιστου αφηγητή και για να θολώσει περαιτέρω το όριο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας ώστε να γίνει πιστευτό το απίθανο από τον αναγνώστη στο πλαίσιο της πλοκής, χρησιμοποιούνται τεχνικές αληθοφάνειας, καθώς όλα τα τοπωνύμια και τα περισσότερα φολκλορικά βιβλία που αναφέρονται στη διήγηση είναι αληθινά. Επίσης, για τον ίδιο λόγο, στη σελίδα του τίτλου αναφέρονται ως δήθεν συγγραφείς τα δυο πρόσωπα της πλοκής που υποτίθεται κατέγραψαν τις εμπειρίες τους σχετικά με το κόκκινο δέντρο του τίτλου.
Υπάρχουν αρκετά αυτοβιογραφικά της συγγραφέως στοιχεία. Αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι οι γνώσεις γεωλογίας και παλαιοντολογίας τις οποίες έχει η πρωταγωνίστρια, πράγμα λογικό, καθώς και η ίδια η συγγραφέας είχε σπουδάσει παλαιοντολόγος. Αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι επίσης η διαφορετικότητα της πρωταγωνίστριας.
Ωραίες ατμοσφαιρικές περιγραφές, οι οποίες δεν γίνονται κουραστικές. Οι περιγραφές δεν αφορούν αποκλειστικά το δέντρο του τίτλου και το γύρω δασικό τοπίο, αλλά και τη θάλασσα.
Το βιβλίο έχει μερικές ερωτικές σκηνές, αλλά είναι δοσμένες με απλότητα και φυσικότητα. Αυτές οι σκηνές βρίσκονται εκεί όπου είναι απαραίτητες. Για αυτούς τους λόγους θεωρώ απίθανο να σοκάρουν. Επίσης, είναι λογικό να υπάρχουν, καθώς μεγάλο μέρος του ψυχολογικού φορτίου της πρωταγωνίστριας προέρχεται από τραύματα σχετικά με την ερωτική της ζωή.
Θα επιθυμούσα να υπάρχει κι ένα σχεδιάγραμμα σχετικά με τον προσανατολισμό της φάρμας η οποία αποτελεί το σκηνικό της ιστορίας και του «στοιχειωμένου» επώνυμου δέντρου ως προς αυτήν.  Αυτό πιθανόν να διευκόλυνε την κατανόηση, καθώς έχει μεγάλη σημασία για την πλοκή η σχετική θέση αυτών των δύο τοποθεσιών και μπορεί να είναι δύσκολο να κατανοηθεί μόνο με τα λόγια. Ίσως όμως να αποτελούσε μειονέκτημα η ύπαρξη σχεδιαγράμματος για κάποιους αναγνώστες, μειώνοντας το μυστήριο και άρα και την ατμόσφαιρα.
Γενικά, το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα εξαιρετικό δείγμα ατμοσφαιρικού και ψυχολογικού τρόμου, το οποίο συστήνεται σε όλους τους φίλους του είδους.

English Review

This is a supernatural horror novel but it has also many elements of psychological horror at the same time. The supernatural elements of the story are based on the landscape, as demonstrated by the folklore of the genius loci. The supernatural aspect of the plot represents the awe of nature, an emotion that all the people have felt at some point. The prevalence of this sentiment makes easier the association of the reader with the heroes of the novel. The psychological part of this work is relevant to the main heroine’s problems and complex, namely a tendency for self-destruction, self-depreciation, a want for emancipation, the pursuit of real love, and the impact of toxic past love affairs and painful experiences.

This novel has a quite complex structure. There are three narrative levels. At first, the reader is led into the storyline through the narration of the alleged publisher of the manuscript into which the experiences of the protagonist have been recorded. The main body and second narrative level consist of the said protagonist’s and narrator’s diary. Finally, the third narrative level, incorporated into the already mentioned recording, is comprised of extracts from research written by the previous tenant of the house where the story takes place, which was a folklorist. Besides, the plot includes a short story, which refers to the same problems that torment the main heroine. As an epilogue, there is also a snippet from another short story.
The author uses the trope of the unreliable narrator and she analyses it via the narrator, which is an author, as well. I assume that the key to understanding the plot is the snippet used as an epilogue. This extract discusses the fascination of storytelling, even when this narration relates to dark and negative themes. In particular, it broaches the subject of the importance and the consequences of shaping of the negative emotions and the traumatic events via their literary recording. The same topics dominate the whole book, namely the writing as something addictive, as a disease, and as salvation simultaneously.
The language is sharp and modern with several words and expressions from American slang. Nevertheless, I think that someone familiar with the English language would not have difficulty with the text, as the context helps.
In this novel, there are many references to literature and cinema, music, painting, and photography. The literary references range from children’s literature to modernism and from fantasy and horror to classic literature and theater.  In addition, there are allusions to parapsychology/strange phenomena literature and folklore. Some of them are imaginary books, hidden among the real. Furthermore, an important nod to the darkest events of Greek mythology occurs inside the text. Finally, children’s games and songs, namely children’s folklore, are mentioned.
The author uses techniques of verisimilitude because of the utilization of the motif of the unreliable narrator and for succeeding in the reader’s suspension of disbelief. Specifically, all the toponyms and the more folkloric books which are mentioned are real. Furthermore, on the title page, the persons who chronicled the plot are recorded as authors for the same reason.
There is a considerable amount of the author’s autobiographical traits. Autobiographical hints are the heroine’s knowledge of geology and paleontology since the author had studied these domains of science. Another autobiographical aspect is the heroine’s sexual difference.
There are beautiful atmospheric descriptions of the scenery, which at no time are tedious.  These descriptions don’t refer only to the title’s tree but also to the sea.
The plot includes some erotic scenes, but they are presented simply and naturally. These instances are situated in moments that are needed for the evolution of the narrative. That is why I hold the opinion that these scenes aren’t possible to shock the reader. Furthermore, there is a logic behind their presence, considering that a great deal of the protagonist’s psychological burden originates from traumas regarding her love life.
I would desire a map or sketch concerning the orientation of the farm which is the setting for the story and of the “haunted” eponymous tree.  This probably would make easier the understating of the plot, since it is a significant element of the storyline and maybe it is difficult to explain with words only. Nevertheless, it is also possible that for some readers the existence of a map or sketch could be a disadvantage, reducing the mystery and thus the ambiance of the story.
Generally, this novel is an excellent specimen of atmospheric and psychological horror, recommended for all the people who love the genre.

Βαθμολογία/Grade: 10/10

Title: The Red Tree

Author: Caitlín R. Kiernan
Publishing House: Roc
Number of pages: 371