Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

CAMILLA LACKBERG, Η ΜΑΓΙΣΣΑ




Λίγα λόγια για το βιβλίο


Ένα ειδυλλιακό αγρόκτημα έξω από τη Φιελμπάκα, στις παρυφές του δάσους. Μια ευτυχισμένη οικογένεια. Μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα. Τίποτα δεν προμηνύει ότι σε λίγες ώρες όλα θα έχουν ανατραπεί. Η είδηση της εξαφάνισης της τετράχρονης Νία πέφτει σαν κεραυνός στην τοπική κοινωνία και ξαναξυπνά τον εφιάλτη.
Από το ίδιο αγρόκτημα τριάντα χρόνια πριν είχε εξαφανιστεί ένα συνομήλικο κορίτσι, η Στέλλα, που βρέθηκε στη συνέχεια δολοφονημένη. Δύο δεκατριάχρονες φίλες καταδικάστηκαν για τη δολοφονία της. Η μία εξακολουθεί να μένει στη Φιελμπάκα, όπου έχει καταφέρει να χτίσει μια ήσυχη ζωή, η άλλη, διάσημη σταρ του Χόλιγουντ πλέον, έχει επιστρέψει στο ψαροχώρι για πρώτη φορά μετά τον φόνο.
Μήπως οι δύο υποθέσεις συνδέονται; Μήπως οι έρευνες της αστυνομίας επηρεαστούν από την έρευνα της Έρικα για την υπόθεση «Στέλλα», που είναι το θέμα του επόμενου βιβλίου της; Μήπως η ρίζα του κακού κρύβεται ακόμη πιο βαθιά στο παρελθόν, στο ανελέητο κυνήγι μαγισσών του 17ου αιώνα;
Η δέκατη περιπέτεια του επιθεωρητή Πάτρικ και της αγαπημένης του συζύγου Έρικα είναι μια σκοτεινή ιστορία που αποτυπώνει εξαιρετικά το σύγχρονο πρόσωπο της σουηδικής κοινωνίας με πρωταγωνιστές νέους ανθρώπους, που είναι τα θύματα των αμαρτιών των προηγούμενων γενιών. (από το οπισθόφυλλο)

Προσωπική άποψη
Το συγκεκριμένο αστυνομικό μυθιστόρημα ανήκει στη σχολή των σκανδιναβικών αστυνομικών, τα οποία χαρακτηρίζονται από δράση, αρκετή βία σε σχέση με τα παραδοσιακά αστυνομικά τύπου Άγκαθα Κρίστι και, κυρίως, διερεύνηση των προβλημάτων και των κρυφών πτυχών της σκανδιναβικής κοινωνίας. Το κύριο θέμα του βιβλίου είναι η ενοχή και τα μυστικά που κρύβουν οι οικογένειες και πως επηρεάζουν τη δυναμική των οικογενειών και την ψυχολογία των ανθρώπων, ιδίως των παιδιών. Επίσης μελετάει την ψυχολογία δραστών και θυμάτων, το οποίο είναι ένας πάρα πολύ ενδιαφέρων εγκληματολογικός τομέας. Τέλος, ασχολείται με τα κοινωνικά ζητήματα του εφηβικού εκφοβισμού και του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος και του ρατσισμού που μπορεί να προκύψει απ’ αυτό, φλέγοντα δηλαδή προβλήματα των ημερών μας.
Η δομή είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Έχοντας ως αφετηρία  την εξαφάνιση ενός κοριτσιού, ξεκινάει μια ροή γεγονότων, κατά την οποία έρχεται στην επιφάνεια μια υπόθεση του παρελθόντος, η οποία αφορούσε πάλι την εξαφάνιση και το φόνο ενός κοριτσιού. Με αφορμή αυτά, μυστικά και ψέματα των εμπλεκόμενων έρχονται στο φως και επηρεάζουν τη δράση. Ακόμη, παρακολουθούμε τα προσωπικά των αστυνομικών που ερευνούν τις δύο υποθέσεις, κυρίως του πρωταγωνιστικού ζευγαριού αλλά και των άλλων, καθώς δεν υπάρχει ένας ντεντέκτιβ, αλλά ολόκληρη η ομάδα του αστυνομικού τμήματος.  Εκτός απ’ αυτά, παρεμβάλλεται μια τρίτη ιστορία, η οποία διαδραματίζεται την εποχή του κυνηγιού των μαγισσών, το 1600. Τεχνικά, δηλαδή, είναι άρτιο, καθώς καταφέρνει να ισορροπήσει τις πληροφορίες που δίνονται και τις πολλαπλές αναδρομές στο παρελθόν.
Η κεντρική θέση που λαμβάνουν δυσεπίλυτα πολιτικό-κοινωνικά ζητήματα είναι ένα από τα πλεονεκτήματα του βιβλίου. Η ασχολία με τα εν λόγω ζητήματα κάνει το μυθιστόρημα πιο ενδιαφέρον, αλλά μπορεί να χρησιμέψει και ως ευαισθητοποίηση στον αναγνώστη για το προσφυγικό ζήτημα και για τον εφηβικό εκφοβισμό.
Οι ντεντέκτιβ του βιβλίου δεν αποτελούν δείγμα ούτε των κλασσικών, απρόσωπων ντεντέκτιβ ούτε όμως και των «βρώμικων», σχεδόν ανθρώπων του υπόκοσμου, αντιπρόσωπων της σχολής των νουάρ, τους οποίους ο αναγνώστης παρακολουθεί από μακριά και μπορεί να θαυμάζει αλλά όχι να ταυτιστεί. Αντίθετα, το πρωταγωνιστικό ζεύγος, αλλά και οι υπόλοιποι αστυνομικοί του μυθιστορήματος είναι συνηθισμένοι, συμπαθητικοί άνθρωποι, με οικογένειες, με τους οποίους, μέσω των προσωπικών τους ιστοριών και συναισθημάτων, ο αναγνώστης τείνει να ταυτιστεί.
Το μεγαλύτερο ίσως μειονέκτημα του βιβλίου είναι η υπερβολική πολυπλοκότητα της δομής του, με τρείς παράλληλες ιστορίες, χώρια οι προσωπικές ιστορίες των αστυνομικών, των προσφύγων και όλων των υπόλοιπων δευτερευόντων χαρακτήρων. Την ισορροπία της δομής νομίζω ότι την χαλάει η ιστορία του 16ου αιώνα, για την οποία μάλιστα ο αναγνώστης πρέπει να φτάσει στο τέλος του μυθιστορήματος  για να κατανοήσει την πιθανολογούμενη σύνδεσή της με την υπόλοιπη πλοκή. Προσωπικά, η διακοπή της πλοκής κάθε τόσο από την ιστορία του 16ου αιώνα και η πολύ αόριστη σύνδεσή της με την υπόλοιπη πλοκή με μπέρδεψε αρκετά, τόσο ώστε να χρειαστώ και δεύτερη ανάγνωση για ξεκαθαρίσω τα τεκταινόμενα. Ακόμη, αν και μ’ αρέσει το φάντασυ και δεν με πειράζει το μεταφυσικό, με ενόχλησε η νότα μεταφυσικού που υπάρχει στην κάπως ασαφή σύνδεσή της ιστορίας του 1600 με τα υπόλοιπα. Αυτό συνέβη επειδή θεωρώ ότι τα αστυνομικά μυθιστορήματα οφείλουν να είναι προϊόντα λογικής διεργασίας και απόλαυσης και δεν τους αρμόζουν πινελιές μεταφυσικού.
Πάντως, η ίδια η ιστορία που διαδραματίζεται το 16ο αιώνα μου φάνηκε ενδιαφέρουσα και ευχαρίστως θα διάβαζα ένα ιστορικό μυθιστόρημα για εκείνη την εποχή της Σουηδίας, καθώς στην Ελλάδα δεν μας είναι πολύ γνωστή η ιστορία αυτής της χώρας.
Άλλο ελάττωμα του βιβλίου είναι η  λεπτομερής περιγραφή βίαιων σκηνών, ακόμη και βασανιστηρίων.  Χαρακτηριστική για την υπερβολικά μεγάλη έμφαση στη βία είναι η αρχική σκηνή, στην οποία, χωρίς ο αναγνώστης να γνωρίζει τίποτε ακόμη, περιγράφεται ένα νεκρό κοριτσάκι, μια σκηνή η οποία ποντάρει, κατά τη γνώμη μου, υπερβολικά στον παράγοντα σοκ. Αυτό το στοιχείο θα ξενίσει τους αναγνώστες πιο παραδοσιακών αστυνομικών μυθιστορημάτων. Τέλος, πολλούς είναι πιθανόν να τους απωθήσει ιδιαίτερα το γεγονός ότι τα περισσότερα τραγικά γεγονότα της πλοκής αφορούν παιδιά και εφήβους, ως θύματα αλλά και ως θύτες.
Η γραφή είναι σχετικά απλή, αλλά καλή, με τάσεις προφορικότητας, ιδίως στο διαλόγους, όπου υπάρχουν κι αρκετές συνηθισμένες βωμολοχίες. Αυτές δεν είναι όμως πολύ ενοχλητικές, καθώς βρίσκονται στη γλώσσα των εφήβων και γενικά σε ταιριαστές συναισθηματικά καταστάσεις.
Τελικά, είναι ένα συγκλονιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα,  που επενδύει κυρίως στα κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα και στην ψυχολογία. Δυστυχώς, το τέλος με απογοήτευσε λίγο, καθώς, μετά το τόσο πολύπλοκο χτίσιμο της πλοκής, με τις πολλαπλές αναδρομές στο παρελθόν, μου φάνηκε, παρότι τραγικό, κάπως αντικλιμακτικό. Συστήνεται πάντως στους φίλους του αστυνομικού μυθιστορήματος και ταυτόχρονα συμπαθούντες του μεταφυσικού στοιχείου, που θέλουν να αποκτήσουν επαφή με το μοντέρνο στυλ αστυνομικών μυθιστορημάτων και δεν τους ενοχλεί ιδιαίτερα η βία.
Βαθμολογία: 8,5/10


Τίτλος βιβλίου: Η μάγισσα
Συγγραφέας: Camilla Lackberg
Μετάφραση: Γρηγόρης Κονδύλης
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Αριθμός σελίδων: 830

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

ΜΟΛΛΟΫ, SAMUEL BECKET




                                                                                                                           
Ήδη απ' το οπισθόφυλλο, ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα, καθώς στην πίσω πλευρά του βιβλίου, αντί για περίληψη, ή έστω μια παράγραφο του βιβλίου, φιγουράρει μια σύντομη βιογραφία του συγγραφέα. Ο συγγραφέας αυτός, ο Samuel Becket, είναι γνωστός για τα θεατρικά έργα του, που ανήκουν στο ρεύμα του "θεάτρου του παραλόγου", κλάδο του μοντερνιστικού κινήματος. Τα ίδια νεωτερικά χαρακτηριστικά, δηλαδή υπέρβαση των ορίων της Τέχνης, έκφραση ματαιότητας, άρνηση των αξιών της κοινωνίας, απόρριψη της λογικής αλληλουχίας και επικέντρωση στο υποσυνείδητο, απελευθέρωση απ' τη μορφή, απουσία επικοινωνίας, σκοπού και νοήματος για τον άνθρωπο και επίδραση της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, παρουσιάζει και το εν λόγω μυθιστόρημα.
Κατ' αρχήν, η δομή δεν είναι η κλασσική, μυθιστορηματική δομή, αλλά μοιάζει περισσότερο με θεατρικό, καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί τους εσωτερικούς μονολόγους δύο περιθωριακών ανθρώπων. Επίσης, μια παράγραφος μπορεί να πιάνει πολλές σελίδες, οι περισσότερες προτάσεις είναι ασύντακτες και ασύνδετες και γενικά η ροή του λόγου και των σκέψεων είναι συνειρμική και δεν ακολουθεί τη λογική. Με αυτή την τεχνική  αποδίδεται πετυχημένα αυτό που κάθε άνθρωπος, από προσωπική πείρα, ξέρει, δηλαδή ότι η ροή των σκέψεων είναι μπερδεμένη, α-νόητη (χωρίς νόημα) και χωρίς συγκρότηση. Σε κανένα άλλο βιβλίο δεν συνάντησα τόσο αληθοφανή απόδοση  της ροής των σκέψεων κάποιου, καθώς στα περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία οι σκέψεις των χαρακτήρων αποδίδονται με τρόπο απείρως πιο συνεκτικό και συγκροτημένο.
Οι μελετητές λένε ότι σε αυτό το βιβλίο διατηρούνται ακόμη κάποιες συμβάσεις του μυθιστορήματος, δηλαδή χαρακτήρες, τόπος, χρόνος και κίνηση. Συνεπώς, μπορεί να υπάρξει μια περίληψη της στοιχειώδους πλοκής: δυο περιθωριακοί τύποι ξεκινούν, για διαφορετικούς λόγους, ο καθένας  τη δικιά του μάταιη, χωρίς νόημα αναζήτηση. Η αποδόμηση των προαναφερόμενων  μυθιστορηματικών συμβάσεων, όμως, έχει ήδη ξεκινήσει, με εντονότερο παράδειγμα τη διάσπαση της χρονικής ενότητας των γεγονότων, χαρακτηριστικό που καταλήγει να προξενεί απορία σχετικά με την ίδια την ταυτότητα των χαρακτήρων.
Όπως όλες οι πράξεις των χαρακτήρων είναι αναίτιες και χωρίς κανένα συναίσθημα, έτσι αναίτια είναι και η έντονη βία στην οποία συχνά καταφεύγουν οι ήρωες. Αυτές οι εξπρεσσιονιστικά γκροτέσκες σκηνές σχετίζονται με την εποχή που γράφηκε το μυθιστόρημα, καθώς οι τεχνικές και τα θέματα του Μοντερνισμού επηρεάστηκαν βαθιά από την αποκτήνωση και βιαιότητα των δύο παγκοσμίων πολέμων, αλλά και τις θηριωδίες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αποικίες και γκουλάγκ. Οπότε, με αυτή τη διείσδυση της άλογης βίας στον ιστό του βιβλίου, δίνεται  εικόνα στη συμβολική ή και πραγματική ιστορικά βιαιότητα του ανθρώπινου πολιτισμού. Τελικά, η πιθανή ερμηνεία είναι ότι οι ενοχλητικές αυτές εικόνες χρησιμοποιούνται για τη στηλίτευση της βίας ως παράλογης.
Ένα αλλόκοτο στοιχείο του μυθιστορήματος είναι η εμμονή στο σωματικά απωθητικό και στο σκατολογικό στοιχείο. Αυτό το χαρακτηριστικό σχετίζεται με το χαρακτήρα "εναντίον της Τέχνης" που προσέλαβαν αρκετά κινήματα στα πλαίσια του Μοντερνισμού, με κυριότερο παράδειγμα το Ντανταϊσμό. Ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το μαύρο χιούμορ.
Ο αναγνώστης δεν μπορεί να αισθανθεί κάτι για τους χαρακτήρες, ούτε καν ενδιαφέρον. Η μόνη αλληλεπίδραση, τόσο μεταξύ των χαρακτήρων όσο και μεταξύ χαρακτήρων-αναγνώστη, είναι η αποξένωση.
Η γλώσσα είναι πολύ απλή και λιτή, με τάσεις προφορικότητας. Όμως, με την αστόλιστη αυτή γλώσσα εξετάζονται δύσκολες μεταφυσικές και φιλοσοφικές έννοιες: η αποξένωση, η ματαιότητα, η αποτυχία, ο θάνατος... Ακόμη, μελετάται η φύση της λογοτεχνικής δημιουργίας και η σχέση της καταγραφής συμβάντων με την πραγματικότητα. Το αξιοπερίεργο είναι ότι τα μεταφυσικά και φιλοσοφικά θέματα συνυπάρχουν στενά με τη σκατολογία, ακόμη και στην ίδια πρόταση!
Παραδόξως, η ανάγνωσή του κυλάει σχετικά γρήγορα κι εύκολα, παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Αντικειμενικά, για την ιστορία της λογοτεχνίας, είναι σημαντικό βιβλίο, όμως εμένα δεν μου άρεσε. Ο κύριος λόγος είναι ότι αυτό που διαβάζω θέλω να έχει κάποια δομή, να διηγείται μια ιστορία και να μη θυμίζει τόσο πολύ παραλήρημα. Ταυτόχρονα όμως μου άρεσε η συνειρμική και ασύνδετη ροή των σκέψεων των χαρακτήρων, μου φάνηκε εξαιρετικά αληθοφανής. Στοιχεία που με απώθησαν είναι το μαύρο χιούμορ και οι βωμολοχίες, τα οποία απεχθάνομαι, ιδίως σε μυθιστορήματα.
Είναι, πάντως, ένα μυθιστόρημα που στοχεύει στο μυαλό κι όχι στο συναίσθημα, όπως τα περισσότερα μυθιστορήματα. Για να κατανοηθεί, ο αναγνώστης χρειάζεται να έχει ήδη κάποια επαφή με μοντερνιστικά, εξπρεσσιονιστικά μυθιστορήματα. Ακόμη, για να ερμηνευθούν τα διάφορα εκκεντρικά χαρακτηριστικά του βιβλίου και τα μοτίβα και θέματα που καταπιάνεται, είναι απαραίτητη η δουλειά του αναγνώστη μετά το διάβασμα, δηλαδή να σκεφτεί για τη σημασία των παράξενων συμβάντων που διαδραματίζονται στο βιβλίο,  αλλά και να διαβάσει αναλύσεις για τα έργα του Μπέκετ, το ρεύμα του Μοντερνισμού και το "θέατρο του παραλόγου".
Βαθμολογία: 7/10
Ταυτότητα βιβλίου
Τίτλος: Μολλόϋ
Συγγραφέας: Samuel Becket
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Εκδόσεις: Ύψιλον
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Σελίδες: 225