Ο Ιούλιος Βερν θεωρούνταν κάποτε (ίσως και σήμερα) ο πιο αγαπημένος συγγραφέας για τα παιδιά στην Ελλάδα.
Σε μια βιβλιοθήκη μπορεί κανείς να βρει θησαυρούς: βιβλία κλασσικών και μοντέρνων συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, αστυνομικά και φαντασίας, βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης και άλλα ακόμη. Εδώ, εξερευνούμε τον κόσμο τον βιβλίων σε κάθε του μορφή και έκταση!
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα κορίτσι με το όνομα Σόφι πήγε στο δάσος με τον κυνηγό της βασίλισσας. Τα χείλη της είχαν το χρώμα των ώριμων κερασιών, το δέρμα της ήταν απαλό σαν φρέσκο χιόνι, τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν τη νύχτα. Όταν σταμάτησαν να ξεκουραστούν, ο κυνηγός έβγαλε το μαχαίρι του και πήρε την καρδιά της.
Δεν ήταν έκπληξη για τη Σόφι. Είχε ακούσει τις φήμες, τους ψιθύρους γύρω της. Έλεγαν ότι παραήταν ευγενική και καλοσυνάτη για να κυβερνήσει‧ θα ήταν καταστροφή μια τέτοια βασίλισσα. Και η Σόφι τους πίστευε. Πίστευε ό,τι είχε ακούσει για τον εαυτό της, όλες τις δηλητηριώδεις λέξεις που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να αποτρέψουν τα κορίτσια όπως αυτή να αποκτήσουν δύναμη.
Η Σόφι, όμως, θα αποδείξει ότι ακόμα και η πιο σκοτεινή μαγεία δεν μπορεί να σβήσει τη φωτιά που καίει μέσα σε κάθε κορίτσι. Και ότι η μεγαλύτερη δύναμη είναι η καλοσύνη.
(Από το οπισθόφυλλο)
Όσον αφορά τη γεωγραφία
του κόσμου, ορισμένα τοπωνύμια είναι τελείως φανταστικά και παραμυθένια, λίγα
είναι πραγματικά, ενώ τα πιο πολλά είναι φανταστικά άλλα μοιάζουν με ορισμένα
πραγματικά ονόματα γερμανικών πόλεων.
Η γραφή είναι απλή αλλά
ρέει ομαλά και οι περιγραφές είναι πολύ ζωντανές. Το αποτέλεσμα είναι ο
αναγνώστης να παρασύρεται από την αφήγηση και να αισθάνεται ότι βρίσκεται στον
ίδιο τόπο με τους ήρωες και βλέπει τα πράγματα που βλέπουν και αυτοί.
Η αφήγηση είναι κυρίως
τρίτο πρόσωπο παντογνώστη αφηγητή. Σε ορισμένα σημεία και κεφάλαια όμως η
οπτική γωνία αλλάζει σε αφήγηση οπτικής γωνίας πρώτου προσώπου. Σε αυτά τα
σημεία μάλιστα ο αφηγητής απευθύνεται στην αναγνώστρια και εκεί είναι που
αναφέρονται κατευθείαν και τα περισσότερα μηνύματα. Μπορεί να θεωρηθεί
ενοχλητικό που προκαθορίζεται το φύλο του αναγνώστη, αλλά γενικά η YA φαντασία
απευθύνεται κυρίως σε κορίτσια. Επίσης, τα θέματα τα οποία πραγματεύεται το
βιβλίο αφορούν την ψυχολογία των έφηβων κοριτσιών. Οπότε, πιστεύω ότι είναι
αρκετά λογικό η επικοινωνία του αφηγητή με το κοινό να στοχεύει τα κορίτσια.
Οι χαρακτήρες είναι
γενικά πολύ συμπαθείς στον αναγνώστη και ακόμη και οι κακοί δεν χαλάνε το
ευχάριστο κλίμα, αλλά απλώς δημιουργούν αγωνία με τη δράση τους. Όσον αφορά
τους κακούς, λάτρεψα το γεγονός ότι η
κακιά βασίλισσα και μητριά της ηρωίδας δεν είναι ανεξήγητα κακιά, αλλά δίνεται
ένα υπόβαθρο και μια ψυχολογική εξήγηση στην συμπεριφορά της. Οι χαρακτήρες
γενικά δεν είναι στατικοί, εξελίσσονται, αλλά ταυτόχρονα παραμένουν συνεπείς.
Οι αλλαγές δεν συμβαίνουν στα καλά καθούμενα, αναποδογυρίζοντας τους
χαρακτήρες, αλλά υπάρχει προοικονομία και λογική στην εξέλιξή τους.
Εμφανίζονται και κάποια
λίγα στοιχεία ρομάντζου, αλλά το ρομάντζο και ο έρωτας δεν είναι τα κύρια
στοιχεία της πλοκής, πράγμα που είναι σχετικά ασυνήθιστο σε YA μυθιστορήματα
με πρωταγωνίστριες κοπέλες. Αυτή η απουσία εστίασης στο ρομάντζο μου άρεσε,
διότι το ρομάντζο δεν είναι παρά μόνο μια από τις παραμέτρους της ζωής.
Από άποψη πλοκής, το
μόνο πράγμα που μου φάνηκε αδύναμο ήταν ότι ένα σημαντικό πρόβλημα της πρωταγωνίστριας
στο τέλος παραμερίζεται όταν παύει να εξυπηρετεί ως πηγή αγωνίας χωρίς να δοθεί
λύση ή κάποια εξήγηση.
Γενικά, πρόκειται για
ένα ευχάριστο μυθιστόρημα που θα αρέσει πολύ στα άτομα που αγαπούν τις
επαναφηγήσεις παραμυθιών και το θεωρώ ιδανικό ανάγνωσμα για έφηβες.
Βαθμολογία: 9/10
Τίτλος βιβλίου: Η άλλη
Χιονάτη
Συγγραφέας: Jennifer Donnelly
Μετάφραση: Μαρία-Ρόζα
Τραΐκογλου
Εκδόσεις Διόπτρα
Αριθμός σελίδων: 487
Τελειώνοντας με τους
κανόνες, αρχίζουμε τις ερωτήσεις:
Ως κανόνα, δεν το κάνω. Θεωρώ ότι δεν θα
καταλάβω πολλά, επειδή κανονικά, η εξέλιξη των ηρώων και η πλοκή πρέπει να
προχωράει ομαλά από το ένα βιβλίο μιας σειράς στο επόμενο. Επίσης, πιστεύω ότι
θα υπάρχουν αποκαλύψεις της υπόθεσης όσον αφορά προηγούμενο βιβλίο, οπότε η
αγωνία που θα υπήρχε αν ο αναγνώστης ακολουθούσε τη σωστή σειρά μειώνεται.
Όμως,
το έχω κάνει νομίζω, όχι διαβάζοντας προσεκτικά και κανονικά, αλλά
ξεφυλλίζοντας στο βιβλιοπωλείο. Η σειρά που έπεσε θύμα ανακατεμένου
ξεφυλλίσματος ήταν το «Τραγούδι της φωτιάς και του πάγου» του George R. R. Martin. Ξεφύλλισα με τυχαία σειρά το πρώτο
(«Παιχνίδι του Στέμματος»), το τρίτο («Θύελλα από ατσάλι») και το πέμπτο («Ο
χορός των δράκων»). Είχα ξεκινήσει το ξεφύλλισμα του τρίτου, για να το συγκρίνω
με τη σειρά, την οποία είχα επίσης ξεκινήσει από την τρίτη σεζόν, μετά το πρώτο
και τελευταίο το πέμπτο.
Όλα
αυτά που λέω βέβαια ισχύουν για τις σειρές φαντασίας ή μυθιστορημάτων. Υπάρχουν
και άλλες σειρές, των οποίων τα βιβλία είναι σχεδόν αυτοτελή. Αυτό συμβαίνει
συνήθως με τις αστυνομικές σειρές. Σε αυτές δεν έχω τον παραμικρό δισταγμό να
τις διαβάσω ανακατεμένα. Ένα παράδειγμα είναι οι περιπέτειες της Camilla Lackberg με
τον Επιθεωρητή Πάτρικ και την γυναίκα του την Έρικα. Ξεκίνησα τη σειρά από το
δέκατο μυθιστόρημα, μετά διάβασα την πρώτη τους υπόθεση, ακολούθησε, τελείως τυχαία η δεύτερη και η
τελευταία που διάβασα ήταν η ένατη περιπέτεια. Οι υποθέσεις όμως είναι τελείως
αυτοτελείς, με σύνδεση των ιστοριών μέσω των οικογενειακών υποθέσεων των
ερευνητών (γνωρίζονται κι ερωτεύονται, γίνεται ο γάμος, κάνουν παιδιά). Αυτά τα
θεωρώ άσχετα με την κύρια υπόθεση, οπότε δεν δίνω καθόλου σημασία στο ότι στο
προηγούμενο βιβλίο που διάβασα το ζευγάρι είχε παιδιά, ενώ στο επόμενο βρίσκονταν
ακόμη στην περίοδο των ερωτοτροπιών για παράδειγμα.
Ποτέ μου δεν διάβασα ένα βιβλίο που
ήξερα πώς θα μισήσω
Δεν
θυμάμαι να έχω διαβάσει ποτέ κάποιο
βιβλίο που ήξερα πώς θα μισήσω. Έχει τύχει φυσικά να διαβάσω βιβλία τα οποία
δεν μου άρεσαν, αλλά δεν το ήξερα από πριν. Προφανώς, επιλέγω βιβλία που μου
κινούν το ενδιαφέρον με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Τελικά, στα βιβλία είμαι «ο
καλός ο μύλος όλα τα αλέθει»!
Το
πιο κοντινό που έφτασα σε διάβασμα ενός βιβλίου που ήξερα πώς θα μισήσω είναι όταν
διάβασα τον πρώτο τόμο της σειράς «Λυκόφως» της Stephanie Meyer.
Είναι ένα βιβλίο που δεν ταιριάζει καθόλου στα γούστα μου και διαβαζόταν
για ένα διάστημα επειδή ήταν της μόδας. Ένιωθα περιέργεια όμως για αυτό, καθώς
είχα διαβάσει τόσο ενθουσιώδη όσο και εξαιρετικά αποδοκιμαστικά σχόλια, οπότε όταν
το βρήκα σε σπίτι συγγενών του έκανα μια ανάγνωση, όταν πια είχε περάσει για τα
καλά η μόδα του. Εντέλει επαληθεύτηκε η πρόβλεψη ότι δεν θα μου άρεσε, το βρήκα
βαρετό, αν και δεν με δυσκόλεψε στο διάβασμα. Πάντως, δεν θα διάβαζα ποτέ τις
συνέχειες.
Ποτέ
μου δεν έγραψα fanfiction
για αγαπημένο μου βιβλίο
Κι
όμως, έχω γράψει ιστορίες εμπνευσμένες από τα αγαπημένα μου βιβλία, αν και δεν
έχω επαφή με την κουλτούρα του fanfiction
αυτή
καθαυτή! Η πρώτη περίπτωση είναι όταν έγραψα μια ιστοριούλα στο σύμπαν του Χάρι
Πότερ, η οποία διαδραματίζεται στο Χόγκουαρτς και όπου εμφανίζεται η παρέα των
Χάρι, Ρον και Ερμιόνης. Την έγραψα με αφορμή έναν διαγωνισμό από παιδική
εφημερίδα, αλλά δεν την έστειλα ποτέ, γιατί την έγραψα μετά την εποχή όπου γινόταν ο διαγωνισμός. Η
δεύτερη περίπτωση είναι όταν έγραψα μια συνέχεια για το μυθιστόρημα «Το φιλί
της γυναίκας-αράχνης» του Manuel
Puig,
καθώς ήθελα να διερευνήσω περισσότερο τα συναισθήματα και τις σκέψεις του ενός
από τους δύο πρωταγωνιστές, του Μολίνα, μέχρι την τελική πραγματοποίηση της
ηρωικής του πράξης. Αυτό το βιβλίο με είχε συγκινήσει πολύ, καθώς είμαι και του
μελοδράματος.
Είχα
γράψει επίσης μια ιστορία για μια κοπέλα που μεταμφιέστηκε σε αγόρι για να
ακολουθήσει την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εμπνεόμενη από ένα
μυθιστόρημα που είχα διαβάσει όπου συμβαίνει ακριβώς αυτό.
Τέλος,
εμπνευσμένη από ένα αγαπημένο βιβλίο, την «Ιστορία χωρίς Τέλος» του Μίχαελ
Έντε, είχα φτιάξει μια ιστορία με παρόμοια μοτίβα αλλά δικούς μου ήρωες.
Ποτέ
μου δεν μεταμφιέστηκα σε ήρωα/ηρωίδα από αγαπημένο μου βιβλίο
Πραγματικά
ποτέ δεν σκέφτηκα να μεταμφιεστώ σε κάποια ηρωίδα από αγαπημένο μου βιβλίο,
ούτε ως μικρή ούτε μεγαλύτερη, ούτε στις Απόκριες ούτε στο Χαλόουιν, παρόλο που
μου αρέσουν πολύ οι μεταμφιέσεις. Έτσι κι αλλιώς, μόνο από βιβλία φαντασίας ή
εποχής είναι ωραία μεταμφίεση και φανταστική λογοτεχνία δεν διάβαζα μικρότερη
ενώ τα φορέματα από λογοτεχνία εποχής είναι ωραία αλλά δύσκολα.
Διάβασα
όμως μια πολύ ωραία εκδοχή βιβλιοφιλικής μεταμφίεσης, από το μπλογκ της Αλίκης
στη χώρα των βιβλίων, στα πλαίσια του ίδιου παιχνιδιού. Αυτή η μεταμφίεση
είναι: μαθήτρια του Χόγκουαρτς και είναι πολύ απλό να γίνει αυτοσχέδια και να
δημιουργηθούν παραλλαγές.
Ποτέ μου δεν μίσησα βιβλίο
αγαπημένου συγγραφέα
Ομολογώ
ότι δεν θυμάμαι κάτι. Αν και σε δύο περιπτώσεις δεν έχω καταφέρει να διαβάσω
βιβλία συγγραφέων που κατά τα άλλα μου αρέσουν. Η πρώτη περίπτωση είναι η
εμπειρία μου με τον «Ηλίθιο», του Ντοστογιέφσκι. Πριν από πολλά χρόνια, είχα
διαβάσει το «Έγκλημα και Τιμωρία» και τους «αδερφούς Καραμαζόφ», τα οποία μου
άρεσαν πολύ, και προσπάθησα να διαβάσω
και το παραπάνω βιβλίο. Δεν τα κατάφερα όμως να το τελειώσω, περίπου από τη
μέση και μετά δεν καταλάβαινα τίποτε. Το ξαναπροσπάθησα πρόσφατα σχετικά, με το
ίδιο αποτέλεσμα. Αλλά αυτό δεν το θεωρώ μίσος, απλώς δεν κατάφερα να το
διαβάσω.
Κάτι
παρόμοιο έπαθα με την αυτοβιογραφία του Ταχτσή, το «Φοβερό Βήμα». Είχα διαβάσει
το «Τρίτο Στεφάνι» και «Τα Ρέστα», το οποίο είναι ένα βιβλίο με διηγήματα, του
ίδιου συγγραφέα. Αυτά τα βιβλία μου είχαν αρέσει πολύ. Κάποια στιγμή, βρήκα στη βιβλιοθήκη του πατέρα
μου το «Φοβερό Βήμα» και θέλησα να το διαβάσω, διότι είχα διαβάσει για
αυτοβιογραφικά στοιχεία στο «Τρίτο Στεφάνι» και ήθελα να ανακαλύψω περισσότερα επί του θέματος μέσω
της αυτοβιογραφίας του συγγραφέα. Όσο διηγιόταν την παιδική του ηλικία, ήταν
πολύ καλό. Μετά όμως έγινε πολύ ωμό για τις αντοχές μου και δεν μπόρεσα να το
συνεχίσω.
Ποτέ δεν διάβασα το τέλος ενός
βιβλίου πριν διαβάσω καν την αρχή
Όχι
ακριβώς πριν διαβάσω καν την αρχή, αλλά αρκετά συχνά, ενώ διαβάζω το βιβλίο,
πάω και διαβάζω τις τελευταίες φράσεις. Όπως καταλαβαίνει κανείς, δεν είμαι
διόλου μανιακή με τα σπόιλερ.
Ποτέ μου δεν «πήδηξα» πολλές
σελίδες ενός βιβλίου
Γενικά,
δεν προσπερνάω κομμάτια, θα μπορούσα να πω. Υπάρχουν όμως κι εξαιρέσεις. Στους «Άθλιους»
του Βίκτωρα Ουγκό μερικές φορές προσπερνούσα το κομμάτι για τη μάχη του Βατερλό
όπως και στη βιογραφία του Άλαν Τιούρινγκ από τον Andrew Hodges συνήθως
παραλείπω τα υπερβολικά τεχνικά κομμάτια.
Ποτέ μου δεν είπα ψέματα πώς έχω
διαβάσει κάποιο βιβλίο
Πράγματι,
ποτέ δεν έχω κάνει κάτι τέτοιο. Το θεωρώ κάπως αχρείαστο. Γιατί να το κάνει
κάποιος αυτό; Για να επιδειχθεί;
Ποτέ δεν είδα πρώτα την
ταινία/σειρά
Γενικά,
αν ξέρω ότι μια ταινία/σειρά βασίζεται σε βιβλίο και θέλω να διαβάσω το βιβλίο
αποφεύγω να δω την ταινία/σειρά. Όμως, δεν λειτουργεί πάντα έτσι: για
παράδειγμα, όταν ήμουν μικρή είχα δει την ταινία «Φαρενάϊτ 451», του Φρανσουά
Τρυφώ και μετά από χρόνια διάβασα και το βιβλίο. Ακόμη, είδα πρώτα αρκετά
επεισόδια της σειράς «Game
of
thrones»
και μετά ενδιαφέρθηκα για τα βιβλία.
Ποτέ μου δεν είχα βιβλιοαγόρι (bookboyfriend)
Νομίζω
πώς πράγματι δεν είχα ποτέ. Λάτρεψα πολλούς άντρες ήρωες βιβλίων αλλά όχι σε
τέτοια φάση, που την θεωρώ πιο ταιριαστή με τραγουδιστές. Ακόμη και σε
ρομαντικές ιστορίες (τις οποίες δεν προτιμώ, εκτός κι αν είναι κλασσική
λογοτεχνία) θεωρώ άκυρη μια τέτοια συμπεριφορά ως αναγνώστρια, διότι διαβάζουμε
μια ιστορία όπου πρωταγωνιστεί άλλη κοπέλα, οπότε με το ζευγάρι και τον έρωτά
τους ενθουσιαζόμαστε και συγκινούμαστε.
Ποτέ μου δεν αγόρασα όλη τη σειρά
πριν την αρχίσω
Αυτό
δεν το έχω κάνει ποτέ, όντως. Δεν μ’ αρέσει να δεσμεύομαι, ούτε και ξέρω αν θα
μ’ αρέσει τελικά η σειρά ώστε να τη συνεχίσω. Εξάλλου, είναι και το οικονομικό
στη μέση, οπότε συνήθως «σπάω» τις παραγγελίες.
Ποτέ μου δεν συνέχισα μια σειρά που
δεν μου αρέσει
Δεν
πιέστηκα ποτέ να συνεχίσω μια σειρά που δεν μου αρέσει. Γιατί να το κάνω
εξάλλου; Εδώ ισχύει: τόσα πολλά βιβλία τόσο λίγος χρόνος. Αν οι αναγνώστες
πιεζόμαστε να τελειώσουμε σειρές που δεν είναι στα γούστα μας, έχουμε ακόμη λιγότερο χρόνο να διαβάσουμε
αυτά που πραγματικά θέλουμε.
Ποτέ μου δεν διάλεξα ένα βιβλίο
επειδή είχε ωραίο εξώφυλλο
Το
εξώφυλλο ποτέ δεν αποτελεί λόγο επιλογής ενός βιβλίο. Επιλέγω με βάση την
περίληψη, τον συγγραφέα και σχόλια από άλλους.
Είναι
ένα μπόνους αγάπης φυσικά αν το βιβλίο έχει και
ωραίο εξώφυλλο.
Ποτέ μου δεν απέφυγα να σχολιάσω
ένα βιβλίο για να μην το δει ο συγγραφέας
Δεν
έχω βρεθεί ακόμη σε παρόμοια κατάσταση, αλλά ναι, αν είναι πιθανό να το δει ο
συγγραφέας λογικά θα αποφύγω να σχολιάσω ένα βιβλίο αν δεν μ’ άρεσε. Αν μ’
άρεσε γενικά, αλλά θέλω να σχολιάσω κάποια σημεία στα οποία έχω την οποιαδήποτε
αντίρρηση, θα το κάνω. Μάλιστα το έχω ήδη κάνει, σε σχόλιο σε φόρουμ. Μια άλλη
εκδοχή με την οποία έχω πρόβλημα είναι πώς θα σχολιάσω στο μπλογκ βιβλίο που
ήταν δώρο. Εκεί είναι πιο πιθανό να το δει ο δωρητής και δεν θα ήθελα να πω
κάτι κακό και να με παρεξηγήσει.
Αυτές
ήταν οι ερωτήσεις, τις οποίες απάντησα ειλικρινά. Οι κανόνες λένε ότι κάθε
συμμετέχων πρέπει να προσθέσει τη δικιά του ερώτηση, οπότε οι δεκατέσσερις (14) ως τώρα ερωτήσεις γίνονται δεκαπέντε
(15). Ορίστε λοιπόν και η δικιά μου, δέκατη πέμπτη ερώτηση:
Ποτέ μου δεν διάβασα ξενόγλωσση
λογοτεχνία σε μετάφραση
Γενικά,
ενώ φυσικά διαβάζω ξενόγλωσση λογοτεχνία μεταφρασμένη, προσπαθώ όσο μπορώ να
αγοράζω ξενόγλωσσα βιβλία στην αρχική τους γλώσσα. Φυσικά, αυτό αφορά
λογοτεχνία που είναι γραμμένη σε γλώσσες που γνωρίζω, δηλαδή αγγλικά και
γαλλικά. Προτιμώ να αγοράζω λογοτεχνία φαντασίας στα αγγλικά, όποτε αυτό είναι
δυνατόν, καθώς στα ελληνικά μεταφράζονται μόνο οι πιο γνωστές σειρές ή και
βιβλία φαντασίας συνεπώς δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία. Επιπροσθέτως, ακόμη κι
όταν μεταφράζονται σειρές είναι πιθανόν να μην μεταφραστούν όλα τα βιβλία της
σειράς, βιβλία που στο εξωτερικό έχουν εκδοθεί σε έναν τόμο οι ελληνικοί εκδοτικοί
οίκοι συχνά τα σπάνε σε δύο, και άλλα παρόμοια προβλήματα της εντόπιας αγοράς
βιβλίου. Όσον αφορά την κλασσική λογοτεχνία, συχνά οι εκδόσεις που υπάρχουν
στην ελληνική αγορά είναι παιδικές, συντομευμένες εκδοχές. Υπάρχουν και πιο
πρακτικοί, οικονομικοί λόγοι για την επιλογή ξενόγλωσσης αμετάφραστης
λογοτεχνίας. Και προφανώς στην μετάφραση
όλο και κάτι χάνεται.
Στα
γαλλικά δεν είμαι ακόμη τόσο προοδευμένη, αλλά έχω διαβάσει μικρό Νικόλα και
Αστερίξ, τα οποία τα έχω ήδη διαβάσει όλα στα ελληνικά, οπότε είναι εύκολο να
τα καταλάβω. Πολλές φορές στα αρχικά γαλλόφωνα Αστερίξ υπάρχουν καλαμπούρια τα
οποία στην ελληνική μετάφραση χάνονται, οπότε δεν είναι βαρετό να τα
ξαναδιαβάζω.
Θεωρώ
ότι είναι πολύ ωραίο να γνωρίζει κανείς γλώσσες ώστε να μπορεί να διαβάζει ξένη
λογοτεχνία στη γλώσσα που αυτή γράφηκε.
Κατανοώ
ότι χρειάζεται να υποστηρίζουμε τους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους για να
συνεχίσουν να εκδίδουν όλων των ειδών λογοτεχνία, αλλά υπάρχουν κάποια προβλήματα στην ελληνική αγορά ξενόγλωσσων βιβλίων που κάνουν πιο ευχάριστη την αγορά ξενόγλωσσης λογοτεχνίας στην αρχική τους
γλώσσα.
Sarah Crowe left Atlanta- and the remnants of a tumultuous relationship- to live in an old house in rural Rhode Island. Within its walls she discovers an unfinished manuscript written by the house’s former tenant- an anthropologist obsessed with the ancient oak growing on a desolate corner of the property.
(From the back cover)
Προσωπική άποψη:
(Καθώς το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στα
αγγλικά, εκτός από τον ελληνικό, ακολουθεί και αγγλικός σχολιασμός.)
Αυτό είναι ένα μυθιστόρημα υπερφυσικού και ταυτόχρονα
ψυχολογικού τρόμου. Το υπερφυσικό στοιχείο της υπόθεσης βασίζεται στο τοπίο
(σαν δαιμόνιο του τόπου ή αλλιώς genius
loci,
όπως είναι γνωστό στα λατινικά). Στην ουσία, το υπερφυσικό στοιχείο απεικονίζει
το δέος απέναντι στη φύση, στοιχείο που οι περισσότεροι άνθρωποι το έχουν
νιώσει κάποια στιγμή, οπότε αυτό διευκολύνει την ταύτιση του αναγνώστη. Το ψυχολογικό τμήμα
του έργου αφορά τα προβλήματα και τα κόμπλεξ της πρωταγωνίστριας, δηλαδή τάσεις
αυτοκαταστροφής, αυτοϋποτίμηση, επιθυμία απελευθέρωσης, εύρεση της αληθινής
αγάπης, επίδραση τοξικών σχέσεων του παρελθόντος και τραυματικών εμπειριών.
English Review
This is a
supernatural horror novel but it has also many elements of psychological horror
at the same time. The supernatural elements of the story are based on the
landscape, as demonstrated by the folklore of the genius loci. The supernatural
aspect of the plot represents the awe of nature, an emotion that all the people
have felt at some point. The prevalence of this sentiment makes easier the
association of the reader with the heroes of the novel. The psychological part
of this work is relevant to the main heroine’s problems and complex, namely a
tendency for self-destruction, self-depreciation, a want for emancipation, the
pursuit of real love, and the impact of toxic past love affairs and painful
experiences.
Βαθμολογία/Grade: 10/10
Title: The Red Tree
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου είχε ένα όνειρο που έγινε κάλεσμα, μέσω της ραδιοφωνικής διαδικτυακής εκπομπής «Αλλόκοσμες Ιστορίες».